ιλής

ιλής
ἰλῆς (Α)
βλ. ιλάεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἴλης — ἴ̱λης , ἴλη band fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλάεις — ἱλάεις και ἱλᾱς και ιων. τ. ἰλῆς και αιολ. τ. ἰλλάεις (Α) βλ. ίλαος …   Dictionary of Greek

  • ιλάρχης — ο (Α ἰλάρχης) νεοελλ. ο ταγματάρχης ιππικού στον παλαιό στρατό αρχ. αρχηγός ίλης ιππέων, ο ίλαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • ουλαμός — ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός) νεοελλ. 1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή 2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζυγον — τὸ, Α η πρώτη γραμμή ίλης ιππικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ζυγόν / ζυγός (< ζεύγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • ταραντίναρχος — και ταραντινάρχης, ὁ, Α αρχηγός, επικεφαλής ίλης ελαφρού ιππικού, τής ταραντιναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταραντῖνοι «σώμα ιππέων» + αρχος* / άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”